ΜΝΗΜΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ

του Γεωργίου Δ. Τουφεξή

Μεταξύ των οδών Κωνσταντινουπόλεως, Βασιλίσσης Όλγας, Ιταλίας, σημερινής 28ης Οκτωβρίου Μισδραχή, και άλλων ενδιάμεσων δρόμων αυτού του οικοδομικού τετραγώνου της Θεσσαλονίκης κατοικούσανε οι πιο πλούσιες εβραϊκές και χριστιανικές οικογένειες.

Πιο πάνω, πίσω και κοντά στο Νοσοκομείο Χιρς (σημερινό συγκρότημα Νοσοκομείου Αγίας Σοφίας) κατά μήκος της οδού Κωνσταντινουπόλεως, απλώνονταν ο συνοικισμός 151, με κατοίκους τόσο των χριστιανικών όσο και εβραϊκών οικογενειών, με ασθενέστερη οικονομική κατάσταση.

Εμείς οι τελειόφοιτοι Γυμνασίου του έτους 1940-1941 “κάναμε παρέα” με χριστιανούς και εβραίους μαθητές. Στέκι μας, ήτανε ένα καφενεδάκι κοντά στα Κυβέλεια που τον καταστηματάρχη Μπάρμπα Ανδρέα — Θεός σχωρέστον — τον είχαμε … ταράξει στα βερεσέδια. Χριστιανοί και Εβραίοι νέοι, κάναμε παρέα και αλωνίζαμε όλη την περιοχή από Μισδραχή μέχρι Χαριλάου. Παίζαμε στις αλάνες ποδόσφαιρο, πετόσφαιρα και άλλα αθλήματα, και τα γόνατα μας ήτανε γεμάτα χτυπήματα από τις πέτρες και τα χαλίκια των πρόχειρων γηπέδων. Αρκετές φορές χαζεύαμε τις όμορφες εβραιοπούλες που παίζανε τένις στα ιδιωτικά τους εκπαιδευτήρια. Για μας αυτό το άθλημα ήτανε απραγματοποίητο, διότι οι ρακέτες και οι στολές στοίχιζαν πολλά χρήματα. Για να είμαι όμως ειλικρινής, όταν συζητούσαμε με τους φίλους μας εβραίους για διάφορα σχολικά θέματα και την εν γένει πολιτική κατάσταση, εκείνοι υπερτερούσαν στις γνώσεις. Άλλωστε οι ίδιοι στην ηλικία μας, εκτός από τα ελληνικά, μιλούσανε επί πλέον και άλλες δύο-τρεις ξένες γλώσσες.

Παράλληλα, σαν νέοι που ήμασταν και με τις συναναστροφές μας με αγόρια και κορίτσια εβραϊκών οικογενειών, είχανε γεννηθεί και αισθηματικές μεταξύ μας συμπάθειες, αυτό που λόγω περιορισμένων ηθών, η νεολαία το ονόμαζε “πλατωνικό έρωτα”.

Σ’ αυτές τις παρέες, είχαμε επισημάνει κι έναν σοβαρό δεσμό, μεταξύ του φοιτητού της Νομικής Αλέξανδρου Περσή και της Ρόζας Σαντριελ, κόρης πλούσιου εμπόρου της Αγοράς Θεσσαλονίκης. Ο Αλέξανδρος ήτανε γιος του διάσημου καθηγητού χειρούργου και αρίστου τραυματιολόγου. Τα παιδιά ήτανε ένα ταιριαστό ζευγάρι και είχανε γνωρισθεί στο Ωδείο της Θεσσαλονίκης, στην τάξη κλασικού τραγουδιού της όπερας. Ο Αλέξανδρος ήτανε ένας θαυμάσιος λυρικός τενόρος και η Ρόζα μία πετυχημένη σοπράνο. Η κυρία Γκερπιγιόν, διευθύντρια του τμήματος, έλεγε ότι μετά από τρία χρόνια, θα προσλαμβάνονταν και οι δυο στις όπερες της Ευρώπης, σαν πρωταγωνιστές.

Ο πατέρας του Αλέξανδρου υπηρετούσε λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου στο στρατιωτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Είχε φήμη του καλύτερου τραυματιολόγου διότι αυτός και ένας Πολωνός συμφοιτητής του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης είχανε εφεύρει μία μέθοδο που τη λέγανε “καρφί”, που απέτρεπε τον ακρωτηριασμό των άκρων. Όταν οι Γερμανοί είχανε καταλάβει την Βαρσοβία το 1939, έτρεξαν αμέσως να βρούνε τον καθηγητή διότι με την μέθοδο του θα γλυτώνανε οι μαχητές τους τα τραυματισμένα άκρα από τον ακρωτηριασμό, Οι μυστικές υπηρεσίες των γερμανών είχανε επισημάνει τον Περσή στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας της Ρόζας Τζάκο Σαντριέλ υπηρετούσε στο Αλβανικό μέτωπο σαν έφεδρος αξιωματικός.

Στις 25 Μαρτίου 1941, ο Καθηγητής Βύρων Περσής και η γυναίκα του Λουΐζα, περίμεναν να έρθει, ο γιος τους Αλέξανδρος, γιατί σαν χρονιάρα μέρα που ήτανε, θέλανε να γευματίσουν και οι τρεις μαζί. Αφού τελείωσε το γεύμα, και κατά τα επιδόρπια, ο πατέρας πρότεινε να πιούνε τον καφέ τους στη μεγάλη βεράντα της μεγαλοπρεπούς τριώροφης βίλας που ήτανε κτισμένη σε μία έκταση πέντε περίπου στρεμμάτων, κολλημένη στη θάλασσα, μεταξύ Μισδραχή και Κυβερνείου.

Ενώ απολάμβαναν την φύση με τον Όλυμπο απέναντι και με τα μικρά και μεγάλα ιστιοφόρα που έπλεαν στον Θερμαϊκό, ο Αλέξανδρος εξομολογήθηκε στους γονείς του ότι αγαπούσε ένα κορίτσι πολύ όμορφο που γνώρισε στο ωδείο και αναφέρθηκε λεπτομερώς στα προσόντα της.

Στο άκουσμα ο πατέρας πήρε πρώτος τον λόγο, τον συνεχάρη και χαρούμενος του ζήτησε να φέρει το κορίτσι για να το γνωρίσουν. Η μητέρα πρόσθεσε ότι θα θέλανε να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες. Ο πατέρας επενέβη και είπε στον Αλέξανδρο να προχωρήσει στην γνωριμία γιατί του είχε εμπιστοσύνη.

Ο Αλέξανδρος θέλοντας να συμπληρώσει και κάτι άλλο για την γνωριμία είπε:
— Αγαπητοί μου, υπάρχει ένα εμπόδιο. Το κορίτσι είναι εβραία.

Στο άκουσμα η μητέρα του εξεπλάγη ενώ ο πατέρας επεμβαίνοντας είπε:
— Αυτό δεν μας πειράζει γιε μου. Για μένα οι θρησκευτικές διακρίσεις είναι απαρχαιωμένες. Στη ζωή μου, ουδέποτε υπήρξα ρατσιστής. Στην Αμερική όπου βρέθηκα άλλα τέσσερα χρόνια μετά τις σπουδές μου στο Βερολίνο και Βιέννη, είχα γνωρίσει πολλούς εβραίους που ήτανε λάτρεις της αρχαίας Ελλάδος.

Η μητέρα του Αλέξανδρου μετά την αγόρευση του ανδρός της, δεν έφερε καμία αντίρρηση. Έδωσε με τη σειρά της τα συγχαρητήρια στο γιο της, τον φίλησε και εν συνεχεία ασπάσθηκε με τρυφερότητα του άνδρα της. Ενώ είχανε τελειώσει την συζήτηση, ζητήσανε τον Αλέξανδρο στο τηλέφωνο. Ήτανε η Ρόζα αναστατωμένη που του ζητούσε να συναντηθούν αμέσως γιατί ο πατέρας της είχε τραυματισθεί κοντά στην Κορυτσά και τον είχανε μετακομίσει στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Ήτανε χτυπημένος στο πόδι και οι γιατροί μιλούσανε για ακρωτηριασμό.

Οι γονείς του, ζητούσαν πληροφορίες για το τηλεφώνημα, και όταν ο Αλέξανδρος τους είπε τα καθέκαστα, ο πατέρας του είπε
— Αλέξανδρε, τρέξε να καθησυχάσεις τη Ρόζα και τη μητέρα της, γιατί για το όλο θέμα θα το επιληφθώ εγώ ο ίδιος.

Μόλις έφυγε ο Αλέξανδρος, ο καθηγητής κάλεσε στο τηλέφωνο το Νοσοκομείο Ιωαννίνων και ζήτησε τον προϊστάμενο χειρουργό. Στην άλλη άκρη του σύρματος όταν ο γιατρός άκουσε το όνομα του διάσημου καθηγητού Πέρση είπε:
— Μεγάλη μου τιμή, κύριε Καθηγητά, σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος.

Ο Περσής ζήτησε πληροφορίες για την κατάσταση του αξιωματικού Σαντριελ και ο γιατρός του εξήγησε ότι το τραύμα ήταν σοβαρό, και φοβότανε μήπως απαιτείτο ακρωτηριασμός. Ο Περσής ανήσυχος είπε:
— Κύριε Προϊστάμενε, μη προβήτε σε καμμία ενέργεια, θα σας δώσω τώρα αμέσως με σήμα οδηγίες και σας παρακαλώ να τον έχετε υπό παρακολούθηση.

Μετά το τηλεφώνημα έσπευσε αμέσως στο Νοσοκομείο για να συζητήσουν με τον αρχίατρο γι’ αυτό το θέμα. Ο αρχίατρος του είπε ότι ήτανε ενήμερος και ζήτησαν να μεταφερθεί ο Σαντριέλ και ένας λοχίας στη Θεσσαλονίκη για να εγχειρισθούν. Η απόσταση όμως ήτανε μεγάλη και συμφωνήσανε οι τραυματίες να μεταφερθούν στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λαρίσης στο οποίο θα έφευγε πάραυτα ο Περσής μαζί με τον Αλέξανδρο την Ρόζα και τη μάνα της, σιδηροδρομικώς, και μόλις το ασθενοφόρο θα έμπαινε στο νοσοκομείο θα γίνονταν οι εγχειρήσεις εκεί. Όπως και έγινε, το νοσοκομειακό έφθασε τις πρώτες βράδυνες ώρες στη Λάρισα και μετά από τέσσερις ώρες οι δύο εγχειρήσεις — με την μέθοδο του Καθηγητού — στέφθηκαν από επιτυχία. Η Ρασσέλ, μητέρα της Ρόζας, και η ίδια ευχαρίστησαν τον Καθηγητή ο οποίος τους πρότεινε να πάνε στο ξενοδοχείο για να δειπνήσουν και να ησυχάσουν.

Μετά το δείπνο, η Ρασσέλ είπε στον κύριο Περσή:
— Κύριε καθηγητά, η Ρόζα μου μιλούσε για τον Αλέξανδρο, αλλά όπως διαπίστωσα πρόκειται για ένα λαμπρό νέο. Γιαυτό αν μου επιτρέπετε θέλω απ’ αυτή τη στιγμή να τους θεωρήσουμε μνηστευμένους.
Δώσαν τα αντίστοιχα συγχαρητήρια και πήγανε για ύπνο.

Στις 28 Μαρτίου, κατά το σούρουπο εμείς οι φίλοι εβραίοι και χριστιανοί, μαζευτήκαμε στο καφενεδάκι του Μπάρμπα – Ανδρέα. Θέλω να εξηγήσω ότι αυτό το καφενεδάκι βρίσκονταν σ’ ένα στενό κοντά στον κινηματογράφο “Κυβέλεια”. Εμείς οι νέοι είχαμε δεν είχαμε κανένα “χαρτζιλίκι” για ένα ποτό. Σεβόμασταν την ανηρτημένη ταμπέλα του Μπάρμπα Ανδρέα που μαυρισμένη από την πολυκαιρία έγραφε “Το πιοτί είναι υποχρεωτικόν”. Το καφενείο είχε ένα παμπάλαιο μπιλιάρδο που παίζαμε έναντι δύο δρχ. την ώρα. Εκεί πηγαίνaμε “με τα πόδια”. Ποια αυτοκίνητα πολυτελείας και ποια μοτοσακό! Μετά από λίγο ήλθε και ο Αλέξανδρος που σαν μεγαλύτερος μας 23 ετών, έφερε τον βαθμό του αρχηγού. Στην παρέα, είχαμε κι έναν εφημεριδοφάγο που μας διάβαζε κάθε φορά τα νέα από την εφημερίδα που την δανείζονταν από έναν ξάδελφο περιπτερά για δύο τρεις ώρες.

Ο εφημεριδοφάγος άρχισε την ανάγνωση.
— Κατά πληροφορίες απ’ το στρατηγείο ενόπλων δυνάμεων των Γερμανών, η Κυβέρνηση του Βελιγραδίου υπέγραψε ανακωχή και οι Γερμανοί κατέλαβαν ολόκληρη την Γιουγκοσλαβία.

Στη συζήτηση που κάναμε μετά, όλοι μας εβραίοι και χριστιανοί ανησυχήσαμε. Αν οι Ναζήδες θα θέλανε να βοηθήσουν τους Ιταλούς φασίστες, τότε υπήρχε κίνδυνος οι Γερμανοί να καταλάβουν την Ελλάδα. Και αν κατείχαν την Ελλάδα, οι Εβραίοι θα είχανε την ίδια τύχη με εκείνη της Πολωνίας και άλλων κρατών της Ευρώπης. Στεναχωρηθήκαμε όλοι μας περισσότερο δε οι Εβραίοι φίλοι μας αλλά τους καθησυχάσαμε ότι δεν θα γίνονταν αυτό το κακό. Σε περίπτωση όμως που οι υπόνοιες μας θα επαλήθευαν, ορκιστήκαμε να κάνουμε το παν για να τους βοηθήσουμε. Μετά από λίγο φύγαμε και ο Αλέξανδρος μας είπε να συναντηθούμε το γρηγορότερο, εκτός ανωτέρας βίας.

Στις 6 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί Ναζήδες κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της χώρας. Ο Ελληνικός στρατός, παρόλες τις κακουχίες του Αλβανικού μετώπου αντιστάθηκε σθεναρά. Αλλά το επιτελείο δεν ήξερε πόσο θα διαρκούσε η αντίσταση των Ελλήνων, στρατευμένων, γιαυτό διέταξε άμυνα μέχρις εσχάτων. Αλλά στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί μπαίνανε στη Θεσσαλονίκη.

Ο Καθηγητής Περσής μερίμνησε με τον αρχίατρο να φυγαδεύσουν τους τραυματίες εβραίους σε σπίτια χριστιανών πατριωτών, λόγω ασφαλείας. Τον αξιωματικό Σαντριέλ τον εγκατέστησε στη σοφίτα της βίλας του και προτού μπουν οι Γερμανοί στην πόλη πήρε την Ρόζα και τη μητέρα της και τις έκρυψε στο υπόγειο της βίλας του.

Το μεσημέρι της 10ης του μηνός, και περί ώραν ενδεκάτην, ένα αυτοκίνητο γερμανικό με δύο αξιωματικούς των Ες Ες, σταμάτησε σ’ ένα φούρνο κοντά στη βίλα του Περσή και ρώτησαν για το σπίτι του. Ο φούρναρης τους έδειξε το σπίτι και αφού φύγανε είπε στους πελάτες του:
– Ακόμη δεν ήρθανε και αμέσως συλλαμβάνουν τον κόσμο. Κρίμα γιατί ο καθηγητής είναι λαμπρός άνθρωπος.

Με το φρενάρισμα του αυτοκινήτου η κα Περσή παραμέρισε λίγο την κουρτίνα και είδε ότι μέσα στο αυτοκίνητο ήτανε δύο αξιωματικοί των Ες Ες παρότρυνε αμέσως την Ρόζα και τη μητέρα της να κρυφτούνε, και μόλις χτύπησε το κουδούνι άνοιξε και βρέθηκε αντιμέτωπη με τους δύο αξιωματικούς. Τους ρώτησε σε “άπταιστα” γερμανικά ποιόν ζητούσανε. Ο ένας Γερμανός είπε:
— Ζητούμε τον καθηγητή κύριον Βύρωνα Περσή για να του επιδώσουμε ένα γράμμα του Στρατηγού της Θεσσαλονίκης.
Τους είπε ότι βρίσκονταν στο Νοσοκομείο και τους είπε που. Οι Γερμανοί χαιρέτησαν με ευγένεια και φύγανε.

Μόλις φύγανε κάλεσε στο τηλέφωνο τον άνδρα της αλλά αυτό ήτανε συνεχώς κατειλημμένο. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, μετά από δύο λεπτά χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσε την φωνή του γιου της. Τον είπε τα καθέκαστα και ο Αλέξανδρος έτρεξε αμέσως στο Νοσοκομείο για να προλάβει να μη προηγηθούν οι Γερμανοί. Όταν έφτασε στο γραφείο του πατέρα του ο πατέρας μιλούσε μαζί τους. Τον σύστησε στους αξιωματικούς και του είπε ότι θα πάει μαζί τους μέχρι το Στρατηγείο. Του συνέστησε δε να μην επικοινωνήσει με την μητέρα του και τη Ρόζα, για να μη φοβηθούν.

Στο στρατηγείο, ο στρατηγός του ενεχείρησε ένα γράμμα του αρχίατρου της Βέρμαχτ Χανς Κούπκα που ήτανε συμφοιτητής του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Όταν ο Περσής άρχισε να διαβάζει το γράμμα, με ένα μειδίαμα είπε στον στρατηγό
“Ο Κούπκα αναφέρεται σε δύο εποχές. Στην πρώτη όταν ήμασταν νέοι και σαν φίλοι και συμφοιτητές είχαμε διάφορες αισθηματικές περιπέτειες και στην σημερινή εποχή, επειδή ξέρει ότι κατέχω την τεχνική αποφυγήν,του ακρωτηριασμού των άκρων συνεπεία τραύματος, θέλει να αναλάβω το τμήμα των τραυματιών, του Νοσοκομείου. Δέχομαι στρατηγέ να αναλάβω αυτήν την εργασία με δύο όρους.
1ον Όλοι οι τραυματίες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων θα παραμείνουν μέχρι τη θεραπεία τους στο νοσοκομείο και 2ον Να πάρω μαζί μου τον αρχίατρο και άλλους δύο βοηθούς μου.”

Έδωσε δε το γράμμα στον Στρατηγό για να ρίξει μια ματιά. Ο Στρατηγός αφού το διάβασε συμφώνησε με τον Περσή να θέσει και άλλους όρους, αν ήθελε, αρκεί για κάθε επιθυμία του να ρωτούσε εκ των προτέρων τον ίδιο και τελειώνοντας είπε:
— Κύριε καθηγητά, ο κύριος Κούπκα με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε να σας παράσχω κάθε διευκόλυνση.”

Ο Περσής αφού έφυγε από τον Στρατηγό που του διέθεσε το αυτοκίνητο του για να τον μεταφέρει στο σπίτι του, καθ’ οδόν ήτανε χαρούμενος, διότι με την εμπιστοσύνη που του είχανε οι Γερμανοί, θα μπορούσε να βοηθήσει τους εβραίους σε περίπτωση διώξεως των από τους Ναζήδες.

Στο σπίτι του, τους εξήγησε για τη θέση του έναντι των Γερμανών. Θα τους εξυπηρετούσε, αλλά θα έκανε διάφορα σαμποτάζ με την βοήθεια πολλών Ελλήνων πατριωτών. Την άλλη μέρα το πρωί συζήτησε με τον αρχίατρο για την ίδρυση του Συνδέσμου με άτομα κύρους και εμπιστοσύνης της πόλεως της Θεσσαλονίκης.

Δέκα μέρες μετά την είσοδο των Ναζήδων στη Θεσσαλονίκη είχανε αρχίσει οι διώξεις των εβραίων. Κατάσχεση εμπορευμάτων, επίταξη σπιτιών κατάληψη του Νοσοκομείου Χιρς, και εφαρμογή διαφόρων άλλων αγριοτήτων. Ο Αλέξανδρος μας κάλεσε στο καφενεδάκι από εκεί είπαμε στους φίλους μας εβραίους να αποφεύγουν να βρίσκονται αντιμέτωποι με τους Γερμανούς. Ο Αλέξανδρος είπε ότι ο πατέρας του θα είχε έτοιμη την οργάνωση για την κατασκευή πλαστών ταυτοτήτων για όλους που θα ήθελαν να φύγουν εκτός Θεσσαλονίκης και που για βοήθεια θα είχανε εμάς τους νέους.

Ο Περσής είχε εκδώσει επίσης πλαστές ταυτότητες για την Ρόζα, την μητέρα της και τον πατέρας της και τους μεταμφίεσε τον μεν Σαντριέλ σε κηπουρό τις δε δύο γυναίκες με μακιγιάζ ενηλίκων γυναικών, σαν βοηθητικό προσωπικό. Η οργάνωση του Περσή είχε εκδώσει ένα μεγάλο αριθμό πλαστών εγγράφων. Όταν όμως τον Μάρτιο του 1943 οι εβραίοι υποχρεώθηκαν να φέρουν το κίτρινο άστρο στο στήθος, και είχανε κλεισθεί στο γκέτο οι ελπίδες διαφυγής είχανε σχεδόν εκμηδενισθεί. Το ενδιαφέρον της οργάνωσης μεταφέρθηκε στην Εθνική αντίσταση όπου χιλιάδες Γερμανοί σκοτώθηκαν και τόσοι άλλοι και περισσότεροι αντάρτες έχασαν την ζωή τους.

Ευτυχώς η οργάνωση του Περσή και των φίλων του δεν είχε προδοθεί. Ο γιος του με την μνηστή του Ρόζα, είχανε φυγαδευθεί με κανονικά διαβατήρια και φθάσανε στη Βέρνη, όπου μετά από τρία χρόνια παρουσιάστηκαν σαν πρωταγωνιστές στην όπερα της ίδια πόλης και γύρισαν την Αμερική και άλλα κράτη, τώρα ζούνε με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους στην Ελβετία.

Ο καθηγητής Περσής, η γυναίκα του Λουίζα, ο Τζάκο Σαντριέλ και η γυναίκα του Ρασσέλ, έζησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους στη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλο που διάφορες μυστικές οργανώσεις της Ευρώπης αγωνίσθηκαν να σώσουν τους Εβραίους, αυτές δεν κατόρθωσαν να ματαιώσουν το ολοκαύτωμα.

Αυτή η πράξη ήτανε η χειρότερη γενοκτονία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Αυτό συνετελέσθη με το πείσμα του σχιζοφρενούς αρχηγού των Γερμανών Χίτλερ, που στο μίσος του εναντίον των εβραίων τον ακολούθησε και ένα μεγάλο μέρος υπανθρώπων, χωρίς ανθρώπινη συνείδηση αλλά με ένστικτα αγρίων ζώων.

Η εξολόθρευση αθώων ανθρώπων κατά διαλογή, η αρπαγή των μικρών παιδιών από τις μητέρες τους με σκοπό την άγρια θανάτωση των και η θανάτωση νέων και υπέργηρων ανθρώπων κατά το πιο αποτρόπαιο τρόπο, δεν συγχωρούνται.

Τα εξαφανισθέντα άτομα δεν επιστρέφουν στη ζωή. Επιστρέφει όμως η Μνήμη των Ελλήνων Εβραίων του Ολοκαυτώματος που θα πλανάται αιωνίως στην Ελλάδα και την ανθρωπότητα σαν παράδειγμα θυσίας ενός λαού που ανήμπορος να αμυνθεί παραδόθηκε απ’ τους δήμιους του στις φλόγες.

Εμείς οι Θεσσαλονικείς χριστιανοί φίλοι των εξαφανισθέντων εβραίων θα θυμόμαστε πάντα την απουσία τους και θα τους μνημονεύουμε εσαεί.