Άλλα χρόνια …

Πριν το Facebook, το iPod, το Grooveshark και όλα αυτά, κάπου στο τέλος της δεκαετίας του ᾽80 και τις αρχές της δεκαετίας του ᾽90, περιμέναμε πως και πως τις καλοκαιρινές συναυλίες στα ανοιχτά θέατρα — στο θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης για παράδειγμα. Και όσοι από μας ήμασταν αθώοι και δεν ψαχνόμασταν με μουσικές ακόμα, μαθαίναμε καινούργια μουσικά πράγματα. Εκεί άκουσα τον Σωκράτη Μάλαμα για πρώτη φορά, σε ένα διάλειμμα μιας συναυλίας του Νίκου Παπάζογλου (το must του Αυγουστιάτικου καλοκαιριού της Θεσσαλονίκης τότε, για τώρα δεν ξέρω).

Θυμήθηκα λοιπόν μια συναυλία των αδελφών Κατσιμίχα. ακούγοντας τις προάλλες τον «Φάνη» ξανά, μετά από αρκετά χρόνια, που αλλού στο Grooveshark αυτές τις μέρες. Προς το τέλος της συναυλίας οι αδελφοί Κατσιμίχα ανοίγαν τις πόρτες, για να μοιραστούν την μουσική και όσοι δεν είχαν να αγοράσουν εισιτήριο – για όποιο λόγο.

Και θυμάμαι πως τότε τα λόγια του «Φάνη» άγγιζαν πολύ κόσμο και το Θέατρο Δάσους άκουγε σιωπηλό· και στις πίσω σειρές, επάνω επάνω στο δάσος άκουγε σίγουρα κι ο επόμενος Φάνης.

Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να ‘τανε γιορτή

Δεν ήσουνα φαντάρος για να σου πω καλός πολίτης
Μα ούτε και που γιόρταζες για να σου πω χρονιά πολλά
Τρελάδικο και φυλακή δυο χρόνια κι έξι μήνες
Ήπια το ούζο κι είπα γεια χαρά

Το ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια δυο αφεντικά
Κι όλοι ζητούσανε να δουν συστάσεις, προϋπηρεσία
Μα μόλις είδανε κι αυτοί πως είχες κίτρινο χαρτί
Σε διώξανε σαν το σκυλί κι ούτε σ’ αφήσανε να πεις
Μια δικαιολογία

Και είπες στην αρχή καλά κι αλλού εζήτησες δουλειά
Κι αλλού ξανά κι αλλού τα ίδια και τα ίδια
Μα ήσουν άτυχος πολύ γιατί έπεσες και σ’ εποχή
Που όλοι σφίγγαν το λουρί κι εσύ είχες κίτρινο χαρτί
Κι αυτό το χρώμα ξέρεις φέρνει αλλεργία

Κι ερχότανε κι ο πυρετός κάθε που νύχτωνε
Σε τυρρανούσε καλοκαίρι και χειμώνα
Κι είναι μαρτύριο τρομερό το βίτσιο αυτό το βρομερό
Που σου ‘μαθε στη φυλακή
εκείνος ο ψηλός απ’ τη Δραπετσώνα
σου λείπει η σκόνη η λευκή, το ξέρεις πως δεν φταις εσύ
φωτιές σου καίνε το κορμί,
κουτάλι και βελόνα

Και έκανες υπομονή γιατί φοβόσουν το κελί
Καλόπιανες τη μοναξιά και τον ασβέστη που ‘πεφτε
Σαν χιόνι απ’ το ταβάνι
Και μέχρι να σου βγει η ψυχή δεν θα ξεχάσεις μια στιγμή
Κάποια βραδιά στη φυλακή φωνές και κλάματα
Κι είπανε τ’ αλλο το πρωί στο δεκαπέντε το κελί
Ότι βιάσαν οι παλιοί τον έφηβο το Φάνη

Κι όταν σε βρήκαν παγωμένο στο κελί σου
Είπαν αυτός είναι απ’ ώρα πια νεκρός
Και κάποιος έτρεξε τηλέφωνο να πάρει
Πέντε βδομάδες τώρα υπόφερες το ξέρω
Το ξέρω σου ‘λειψε η σκόνη η λευκή
Και μού ‘λεγες εκεί ξανά δε θα γυρίσω
σιχάθηκα τις νύχτες τις λευκές
Σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω

Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να ‘τανε γιορτή

(οι στίχοι από το stixoi.info)

Leave a reply

Your email adress will not be published. Required fields are marked*

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.